Στην Κω, αναβιώνει το έθιμο με τις «καμουζέλες»,ή “αραπάκια” ή “ελαφάκια”. Οι «καμουζέλες» ήταν μασκαράδες βαμμένοι με κάρβουνο, ή φορούσαν μουτσούνες άλλοι σκεπασμένοι με χράμια (πολύχρωμες υφαντές κουβέρτες) ή με ό,τι ρούχο έβρισκαν στο σπίτι τους γύριζαν στους δρόμους, στα σπίτια και τα καφενεία πειράζοντας ο ένας τον άλλο.
Το τελευταίο βράδυ της αποκριάς αν την ώρα που έμπαιναν σε σπίτι έβρισκαν στο “τραπέζι” πασχαλινά φαγώσιμα τα ‘επερναν μην τυχόν και τα φανε την καθαρά Δευτέρα όπου άρχιζε η νηστεία. Ο φόβος και ο τρόμος των “αποκριών” ήταν η “κοκκάλα” γι αυτό και οι μικροί μασκαράδες το τελευταίο βράδυ της αποκριάς ή κυκλοφορούσαν σε ομάδες ή δεν έβγαιναν από το σπίτι μην τυχόν και βρουν μπροστά τους την κοκκάλα. Ένας άνδρας σκεπασμένος με χράμι κρατούσε, ψηλά σε ένα κοντάρι, ένα σκελετό από κεφάλι γαϊδάρου όπου με ένα σχοινί στην μασέλα της κοκκάλας ανοιγόκλεινε το στόμα της.
Όλα τα σπίτια ανοικτά για να υποδεχτούν την κοκκάλα, ή τα “αραπάκια” ευτράπελα, άφθονο κρασί, παραδοσιακοί μεζέδες, ανοιχτόκαρδοι γλετζέδες, συνέθεταν το σκηνικό και μια ευχή έβγαινε από το στόμα όλων και του χρόνου!
Ένα άλλο έθιμο το οποίο αναβιώνει πλέον μόνο μέσα από τους πολιτιστικούς συλλόγους είναι το “λιγκέρι” δηλαδή μπρούτζινο στρογγυλό ταψί .
Μια κοπέλα, που φορούσε δαχτυλίδι στο δεξί χέρι, στριφογύριζε το λιγκέρι με τα δάχτυλά της, το οποίο ήταν όρθιο πάνω σε σοφρά ή στο πάτωμα και χτυπώντας το ρυθμικά με το δαχτυλίδι της για να παράγει ήχο έδινε το ρυθμό και έλεγε το δίστιχο:
Χτύπα το δαχτυλίδι σου πάνω στο λιγκεράκι να μαζευτούν το λεύτερα να βρεις κι εσύ ταιράκι».