Τα βράδια της Αποκριάς στη Πάρο ήταν ιδανικά για βεγγέρες, τις γνωστές βραδινές επισκέψεις σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Οι συγκεντρωμένοι, μέσα σε εύθυμο κλίμα, περίμεναν τις επισκέψεις των μασκάρων με τις πρωτότυπες αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις τους.
Η έγνοια των μασκάρων ήταν να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, ενώ η επιδίωξη των θεατών ήταν να τους αναγνωρίσουν. Μια απλή βεγγέρα μπορούσε να εξελιχθεί σε γλέντι με αυτοσχέδια στιχάκια πειρακτικού ή σατυρικού περιεχομένου, σε τύπο ερωταπαντήσεων.
Απαραίτητοι πρωταγωνιστές στο παριανό γλέντι η τσαμπούνα με το ντουμπάκι και το βιολί με το λαούτο, που συνόδευαν με τους ήχους τους τον τοπικό χορό Αγέρανο. Πρόκειται για κυκλικό χορό,όπου οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους και ακολουθούν βηματισμό αργό στο πρώτο μέρος και γρήγορο, πηδηχτό στο δεύτερο.Τα τραγούδια του Αγέρανου είναι μεγάλα και κυρίως ερωτικά. Ο μπροστάρης του χορού τραγουδάει τα στιχάκια και οι υπόλοιποι χορευτές τα επαναλαμβάνουν.
Άρχισε γλώσσα μ’ άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις.
Τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε. Παναγιά μου από την Πάρο κείνον π’ αγαπώ θα πάρω,Παναγια μου από την Τήνο μίλησε μου τι θα γίνω.
Κι όταν οι Αποκριές τέλειωναν, όλοι μαζί τραγουδούσαν: «Και του χρόνου οι μασκάροι να ξαναγεννούνε πάλι».
Το χαρακτηριστικό φαγητό της τελευταίας Κυριακής, για το παριανό τραπέζι, ήταν τα μακαρόνια, χοντρά και με τρύπα στη μέση, που την δημιουργούσαν μπήγοντας ένα λεπτό, κυλινδρικό σίδερο στη ζύμη, που ήταν ήδη πλασμένη σε σχήμα μακαρονιού. Τα έτρωγαν με ντόπιο τυρί και κοκκινιστό κρέας, πίστευαν δε πως, αν έδιναν και στις κότες τους τέτοια μακαρόνια, αυτές οπωσδήποτε θα κλωσσούσαν. Απαραίτητο αποκριάτικο γλύκισμα ήταν τα ξεροτήγανα.